ἀποκοιτέω

Revision as of 08:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

English (LSJ)

   A sleep away from one's post, Decr. ap. D.18.37, cf. PPetr.3p.204 (iii B.C.).

German (Pape)

[Seite 307] den Posten Nachts verlassen und schlafen, Dem. 18, 37 neben ἀφημερεύω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποκοιτέω: κοιμῶμαι μακρὰν τῆς τάξεώς μου, ἑκάστους, ἣν παρέλαβον τάξιν διατηρεῖν, μήτε ἀφημερεύοντας, μήτε ἀποκοιτοῦντας Ψήφισμ. παρὰ Δημ. 238. 10.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
quitter son poste pour aller dormir.
Étymologie: ἀπόκοιτος.

Spanish (DGE)

pasar la noche fuera de su puesto τάξιν διατηρεῖν ... μήτε ἀποκοιτοῦντας Decr. en D.18.37, op. ἀφημερεύω PPetr.2.44.20 (III a.C.), PHib.148 (III a.C.)
del lecho nupcial, Aristaenet.2.3.11.

Greek Monotonic

ἀποκοιτέω: μέλ. -ήσω, κοιμάμαι μακριά από τη θέση στην οποία έχω ταχθεί, Ψήφ. παρά Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποκοιτέω: уходить со своего поста спать Dem.