καταδύνω

Revision as of 08:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

   A v. καταδύω.

German (Pape)

[Seite 1347] = καταδύομαι, s. unter καταδύω.

Greek (Liddell-Scott)

καταδύνω: ἴδε καταδύω.

French (Bailly abrégé)

seul. prés. et impf. κατέδυνον;
c. καταδύω.
Étymologie: κατά, δύνω.

Greek Monolingual

καταδύνω (Α)
καταδύω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + δύνω «δύω»].

Greek Monotonic

καταδύνω: βλ. καταδύω.

Russian (Dvoretsky)

καταδύνω: (только praes. Arst. и impf. κατέδυνον Hom., Her.) = καταδύω.