χαιτᾱεις 1 with flowing hair ὁ χαιτάεις Λατοίδας (P. 9.5)
-εσσα, -εν, Αβλ. χαιτήεις.
χαιτάεις: άεσσα, ᾶεν дор. = χαιτήεις.