Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χαιτήεις

From LSJ

Βέβαιον οὐδέν ἐστιν ἐν θνητῷ βίῳ → Nihil, ut videtur, proprium in vita datur → Nichts Festes gibt's im Leben eines Sterblichen

Menander, Monostichoi, 57
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαιτήεις Medium diacritics: χαιτήεις Low diacritics: χαιτήεις Capitals: ΧΑΙΤΗΕΙΣ
Transliteration A: chaitḗeis Transliteration B: chaitēeis Transliteration C: chaitieis Beta Code: xaith/eis

English (LSJ)

Dor. χαιτάεις, εσσα, εν,
A with long flowing hair, epithet of Apollo, Pi. P.9.5, cf. AP6.234 (Eryc.).
2 with a long mane, of the horse, Phoc.3, A.R.2.1237; of bears, shaggy, Opp.H.5.38.
3 of plants, thick-leaved, καλάμινθος Nic.Th.60; cf. χαιτέεις.

German (Pape)

[Seite 1326] ήεσσα, ῆεν, mit langem, flatterndem Haare; Beiwort des Apollo, Pind. P. 9, 5; Γάλλος Eryci. 2 (VI, 234); u. in sp. Prosa, wie Luc. Zeux. 5 Cynic. 14, mit langen Mähnen; auch vom Bären, zottig, Opp. Cyn. 5, 38; von Pflanzen, καλάμινθον χαιτήεσσαν Nic. Th. 60.

French (Bailly abrégé)

ήεσσα, ῆεν;
1 à la longue chevelure;
2 à la longue crinière;
3 aux longs poils ; aux longues feuilles.
Étymologie: χαίτη.

Russian (Dvoretsky)

χαιτήεις: ήεσσα, ῆεν, дор. χαιτάεις (τᾱ) длиннокудрый (Λατοΐδας Pind.; Γάλλος Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

χαιτήεις: Δωρ. χαιτάεις, εσσα, εν, ὁ ἔχων μακρὰν καὶ κυματίζουσαν κόμην, ἐπίθ. τοῦ Ἀπόλλωνος, Πινδ. Π. 9. 5, πρβλ. Ἀνθ. Παλατ. 6. 234. 2) ὁ ἔχων μακρὰν χαίτην, ἐπὶ τοῦ ἵππου, Φωκυλίδης 3· ὡσαύτως ἐπὶ ἄρκτων = δασύς, λάσιος, Ὀππ. Ἁλ. 5. 38. 3) ἐπὶ φυτῶν, πυκνόφυλλος, Νικ. Θηρ. 60· πρβλ. χαιτέεις.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. χαιτάης και ιων. τ. χαιτέης, -εσσα, -εν, Α
1. (για τον Απόλλωνα ή για τους Γάλλους, τους ιερείς της Κυβέλης) αυτός που έχει μακριά μαλλιά, κόμη που κυματίζει (α. «ὁ χαιτάεις... Λατοΐδας», Πίνδ.
β. «Γάλλοςχαιτάεις, ὁ νεήτομος», Ανθ. Παλ.)
2. (για ίππο) αυτός που έχει μακριά χαίτη
3. (για αρκούδα) αυτός που έχει πυκνό τρίχωμα
4. (για φυτό) πυκνόφυλλος, φουντωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαίτη + κατάλ. -ήεις(βλ. λ. -όεις)].

Greek Monotonic

χαιτήεις: Δωρ. χαιτάεις, -εσσα, -εν, αυτός που έχει μακριά λυτά μαλλιά, σε Πίνδ., Ανθ.

Middle Liddell

χαιτήεις, δοριξ χαιτάεις, εσσα, εν
with long flowing hair, Pind., Anth.