ἄντροθε

Revision as of 08:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

English (LSJ)

   A from a cave, Pi.P.4.102.

German (Pape)

[Seite 265] aus der Höhle her, Pind. P. 4, 102.

Greek (Liddell-Scott)

ἄντροθε: ἐπίρρ. ἐσχηματισμένον ὡς τὸ οἴκοθεν, ἐξ ἄντρου, ἄντροθε γὰρ νέομαι πὰρ Χαρικλοῦς καὶ Φιλύρας Πινδ. Π. 4. 181.

Greek Monolingual

ἄντροθε επίρρ. (Α)
από άντρο.

Russian (Dvoretsky)

ἄντροθε: adv. из пещеры (νεῖσθαι Pind.).