ἁλιβαφής

Revision as of 08:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

English (LSJ)

ές,

   A = ἁλίβαπτος, πολύδονα σώμαθ' ἁλιβαφῆ restored in A.Pers.275 (lyr.) for ἁλίδονα σώματα πολυβαφῆ.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλιβᾰφής: -ές, = ἁλίβαπτος, πολύδονα σώμαθ᾿ ἁλιβαφῆ, ἐκ διορθώσεως ἐν Αἰσχύλ. Πέρς. 275 (λυρ.), ἀντὶ ἁλίδονα σώμ. πολυβαφῆ.

Spanish (DGE)

(ἁλῐβᾰφής) -ές

• Prosodia: [ᾰ-]
bañado por el mar σώματα A.Pers.275 (var., cf. πολυβαφής).

Greek Monolingual

ἁλιβαφής, -ὲς (Α)
ο ἁλίβαπτος.

Russian (Dvoretsky)

ἁλιβᾰφής: погрузившийся в море (σώματα Aesch. - v. l. к πολυβαφής).