ἁλίβαπτος
From LSJ
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
English (LSJ)
ἁλίβαπτον,
A dipped in sea, drowned therein, Nic.Al.618 [where ᾰλι- metri gr.].
II a purple bird, Alcm.126, Alc.122 (cod. Hsch.ἀλί-).
Spanish (DGE)
-ον
• Prosodia: [ᾰλῐ-]
purpúreo de cierto tipo de ave, Alcm.166, cf. Nic.Al.605 (var.).
German (Pape)
[Seite 95] ins Meer getaucht, Nic. Al. 618, der ι lang braucht. Nach VLL. auch purpurn.
Greek (Liddell-Scott)
ἁλίβαπτος: -ον, ὁ βεβαπτισμένος, βεβυθισμένος ἐν τῇ θαλάσσῃ, ὁ ἐν αὐτῇ πνιγείς, Νικ. Ἀλεξιφ. 618 [[[ἔνθα]] ᾰλῑἐν ἄρσει].
Greek Monolingual
ἁλίβαπτος, -ον (Α)
1. αυτός που βυθίστηκε ή πνίγηκε στη θάλασσα
2. που έχει το χρώμα της θαλασσινής πορφύρας, πορφυρός, κόκκινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (< ἅλς) + βαπτὸς < βάπτω «βυθίζω, βουτώ»].