συγκαταδιώκω

Revision as of 08:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

   A pursue with or together, Th.8.28 (Pass.).

German (Pape)

[Seite 964] zusammen verfolgen, τὰς ναῦς ξυγκαταδιωχθείσας, Thuc. 8, 28.

Greek (Liddell-Scott)

συγκαταδιώκω: καταδιώκω μετά τινος ἢ ὁμοῦ, Θουκ. 8. 28, ἐν τῷ παθ.

French (Bailly abrégé)

poursuivre ensemble ou en même temps.
Étymologie: σύν, κατά, διώκω.

Greek Monolingual

Α
καταδιώκω με κάποιον.

Greek Monolingual

Α
καταδιώκω με κάποιον.

Greek Monotonic

συγκαταδιώκω: μέλ. -ξω, καταδιώκω μαζί ή από κοινού, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

συγκαταδιώκω: вместе преследовать (αἱ ναῦς ξυνκαταδιωχθεῖσαι Thuc.).