λάσταυρος
English (LSJ)
ὁ, epith. of a κίναιδος, Theopomp.Hist.217 (
A a), cf. AP 12.41 (Mel.); as general term of abuse, Phryn.173: λαστρίς is cited as a Dim. in EM159.30.
German (Pape)
[Seite 18] ὁ, eigtl. rauchhaariger Stier, in obscönem Sinne, = κίναιδος, Theopomp. bei Pol. 8, 11, 6; δασύπυγος, Theocr. 5, 113; δασύτρωγλος Mel. 49 (XII, 41); Sp.
Greek (Liddell-Scott)
λάσταυρος: ὁ, ἐπίθ. τοῦ κιναίδου, καταπύγων, Θεοπόμπ. Ἱστ. 249· πρβλ. Ἀνθ. Π. 12. 41· ― λάστρις ἀναφέρεται ὡς ὑποκορ. ἐν Ἐτυμ. Μεγ. 159. 30. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «Λάσταυροι· οἱ περὶ τὸν ὀρρὸν δασεῖς, καὶ πόρνοι τινὲς ὄντες». (Ἴδε ἐν λέξ. λάω Β· περὶ τοῦ τύπου πρβλ. θησαυρός, Κένταυρος).
Greek Monolingual
λάσταυρος, ὁ (Α)
κίναιδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λάστη, κατά το κένταυρος].
Russian (Dvoretsky)
λάσταυρος: ου ὁ распутник, развратник Anth.