ῆρος, ὁ,
A cook, Id.; cf. δρηστήρ.
[Seite 665] ῆρος, ὁ, VLL.; ion. u. ep. δρηστήρ, w. m. s.
δραστήρ: δράστειρα, μόνον ἐν τῷ Ἐπ. τύπῳ δρηστ-, ὃ ἴδε.
v. δρηστήρ.
δραστήρ: эп.-ион. δρηστήρ, ῆρος ὁ δράω слуга, работник Hom.