διάχυλος

Revision as of 08:44, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

ον,

   A juicy, succulent, σάρξ Arist.HA603b20.

Greek (Liddell-Scott)

διάχῡλος: -ον, πλήρης χυμοῦ, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8. 21, 4.

Spanish (DGE)

-ον
1 jugoso σάρξ Arist.HA 603b20.
2 líquido, acuoso κολλύρια Aët.7.102
tb. neutr. subst. diachyl(um), CIL 13.10021.91, cf. 178 (ambas Galia).

Greek Monolingual

-ο (Α -ος, -ον)
ο γεμάτος χυμό
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το διάχυλο
είδος εμπλάστρου.

Russian (Dvoretsky)

διάχῡλος: полный соков, сочный (σάρξ Arst.).