ἀπογέννημα

Revision as of 08:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A offspring, Ti.Locr.97e, Ael.NA 15.8.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπογέννημα: τό, τὸ ἀπό τινος γεννηθέν, ἀπογεννάματα δὲ τουτέων ἐστὶ τὰ σώματα Τίμ. Λοκρ. 97Ε, Αἰλ. π. Ζ. 15. 8.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
progéniture.
Étymologie: ἀπό, γεννάω.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
1 producto, resultado total Ti.Locr.97e, ἀ. εἶναι κρυστάλλου Ael.NA 15.8, ὁμοίως δὲ καὶ τὸ ποσὸν μέρος τοῦ ἐκ τῆς οὐσίας καὶ τοῦ ποσοῦ καὶ τῶν ἄλλων ἀπογεννήματος Alex.Aphr.in Metaph.669.21.
2 vastago ἓν καὶ μόνον ἀ. Apoll.Ep.Bas.M.32.1104D, cf. Tat.Orat.8.

Russian (Dvoretsky)

ἀπογέννημα: ατος τό отпрыск, порождение Plat.