λούτριον

Revision as of 08:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

τό,

   A water that has been used in washing, Ar.Eq. 1401, Fr.306, Luc.Lex.4.    II = λουτήρ, λ. χαλκοῦν μέγα CPR p.125 (iii A. D.).

Greek (Liddell-Scott)

λούτριον: τό, ὕδωρ χρησιμεῦσαν εἰς λοῦσιν, ἀπόλουμα, ἀπόλουτρον, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1401, Ἀποσπ. 290, Λουκ. Λεξιφ. 4.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
eau sale d’un bain.
Étymologie: λουτρόν.

Greek Monolingual

λούτριον, τὸ (Α) λουτρόν
το νερό που χρησιμοποιήθηκε για πλύσιμο κάποιου («δεὸς μὴ ἐν λουτρίῳ ἀπολουσώμεθα», Λουκιαν.).

Russian (Dvoretsky)

λούτριον: τό грязная вода после мытья, помои (ἐκ τῶν βαλανείων Arph.).