κεκοτηώς

Revision as of 09:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2b)

English (LSJ)

   A v. κοτέω. κεκράανται, κεκράαντο, v. κραίνω.

Greek (Liddell-Scott)

κεκοτηώς: ἴδε ἐν λέξ. κοτέω.

French (Bailly abrégé)

part. pf. (au sens d’un prés.) de κοτέω.

English (Autenrieth)

see κοτέω.

Greek Monotonic

κεκοτηώς: Επικ. μτχ. παρακ. του κοτέω.

Russian (Dvoretsky)

κεκοτηώς: эп. part. pf. к κοτέω.