πορφυροκλέπτης

Revision as of 09:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A stealer of purple, D.L.6.57.

German (Pape)

[Seite 686] ὁ, der Purpurdieb, D. L. 6, 57.

Greek (Liddell-Scott)

πορφῠροκλέπτης: -ου, ὁ, ὁ κλέπτων πορφύραν, Διογ. Λ. 6. 57.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που κλέβει πορφύρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + κλέπτης.

Russian (Dvoretsky)

πορφῠροκλέπτης: ου ὁ крадущий пурпур, похититель пурпура Diog. L.