πλατύτης

Revision as of 09:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

[ῠ], ητος, ἡ,

   A breadth, width, of the liver, Hp.VM22; of animals, X.Cyr.1.4.11.    2 amplitude, ἑρμηνείας D.L.3.4.    3 breadth of pronunciation, Demetr.Eloc.177.

German (Pape)

[Seite 627] ητος, ἡ, Breite, Weite, Xen. Cyr. 1, 4, 11.

Greek (Liddell-Scott)

πλᾰτύτης: -ητος, ἡ, πλάτος, εὖρος, ἥπατος Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 18· θηρίων Ξεν. Κύρ. 1. 4, 11. 2) πλατύτης, ἑρμηνείας, ἡ κατὰ πλάτος, Διογ. Λ. 3. 4.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
largeur.
Étymologie: πλατύς.

Greek Monotonic

πλᾰτύτης: -ητος, ἡ, πλάτος, όγκος, ποσότητα, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

πλᾰτύτης: ητος (ῠ) ἡ
1) большой объем, крупные размеры (θηρίων Xen.);
2) пространность, обширность (ἑρμηνείας Diog. L.);
3) грам. (о звуках) протяжность или открытость.