ον, (νηός) poet. for νεωκόρος, ib.9.22 (Phil.).
νηοκόρος: -ον, (νηὸς) ποιητ. ἀντὶ τοῦ νεωκόρος, Ἀνθ. Π. 9. 22.
νηοκόρος, -ον (Α)(ποιητ. τ.) βλ. νεωκόρος.
νηοκόρος: -ον (νηός), ποιητ. αντί νεωκόρος, σε Ανθ.
νηοκόρος: ὁ ион. Anth. = νεωκόρος II.