νεωκόρος
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
ὁ, Doric ναοκόρος GDI 2116.14, al. (Delph., ii BC), Hsch.; contr. νακόρος PMagd. 35.7 (iii BC, prob. Doric), GDI 1912.9, al. (Delph., ii BC), 5087 (Crete); as fem., IG4²(1).393, al. (Epid., ii AD); ναυκόρος, ἡ, Buresch Aus Lydien p. 58; poet. νηοκόρος AP 9.22 (Phil.): — warden of a temple, as a sacred officer, τοῖς ἱεροῖς ν. γίγνεσθαι Pl. Lg. 759a; ἱερέας τε καὶ ν. ib. 953a; παρὰ Μεγαβύξῳ τῷ τῆς Ἀρτέμιδος ν. X. An. 5.3.6, cf. Inscr.Prien. 231 (iv BC); βωμοῖο ν. AP 11.324 (Autom.); ν. τοῦ μεγάλου Σαράπιδος POxy. 100.2 (ii AD).
2. sacristan, Herod. 4.41, 45, Paus. 10.12.5; ἐνβόλιον ἔχων ν. in a list of silver articles, IG 7.3498.25 (Oropus).
II. title assumed by Asiatic cities in Imperial times, when they had built a temple in honour of their patron-god or the Emperor, as Ephesus, ν. Act.Ap.19.35; also as Adj., τῷ ν. Ἐφεσίων δήμῳ OGI481.3 (ii a.d.), cf. BMus.Inscr.481*.4 (Ephesus, ii a.d.); δὶς ν. τῶν Σεβαστῶν, of Ephesus, OGI496.7 (ii a.d.); of Smyrna, IGRom.4.1419. (Prob. derived from κορέω, sweep, the orig. sense being prob. temple-sweeper, cf. E.Ion115, 121, 795 (where the word does not occur), νεωκορέω i. 2, 11, Ph.2.236, Hsch.; but Suid. expl. it ὁ τὸν νεὼν κοσμῶν .., ἀλλʼ οὐχ ὁ σαίρων.), νεωκόρος βουλή SEG33.1123 (Phrygia).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ, ἡ)
gardien d'un temple.
Étymologie: νέως, κορέω.
German (Pape)
den Tempel fegend, reinigend, subst. der Tempelwärter, Tempelaufseher, aedituus; neben ἱερεύς, Plat. Legg. XII.953a; νεωκόρους γίγνεσθαι τοῖς θεοῖς, VI.759b; ὁ τῆς Ἀρτέμιδος ν., Xen. An. 5.3.6.
Bei Sp. ist es ein Ehrentitel, den ganze Städte annehmen, bes. in Asien auf Münzen, wenn sie dem Kaiser bei sich einen Tempel errichtet hatten.
Russian (Dvoretsky)
νεωκόρος:
I ὁ νεώς + κορέω неокор, смотритель храма (τῆς Ἀρτήμιδος Xen., NT; βωμοῖο Anth.; ἱερεῖς καὶ νεωκόροι Plat.).
II ὁ ναῦς + κορέω неокор, смотритель корабля Anth.
Greek (Liddell-Scott)
νεωκόρος: ὁ, ὁ φύλαξ ναοῦ καὶ ἐπιμελητής, Λατ. aedituus, ἐθεωρεῖτο δὲ ὡς ἱερὸν πρόσωπον καὶ τιμῆς ἄξιον, ν. γίγνεσθαι τοῖς θεοῖς Πλάτ. Νόμ. 759Α· ἱερέας τε καὶ ν. αὐτόθι 953Α. παρὰ Μεγαβύζῳ τῷ τῆς Ἀρτέμιδος ν. Ξεν. Ἀν. 5. 3, 6· βωμοῖο ν. Ἀνθ. Π. 11. 324· ― ποιητ. νηοκόρος αὐτόθι 9. 22· ναοκόρος παρ’ Ἡσυχ. ΙΙ. ἐπώνυμον ἀπαντῶν ἐν ἐπιγραφαῖς καὶ ἐπὶ νομισμάτων τῶν Ἀσιατικῶν πόλεων κατὰ τοὺς χρόνους τῶν Ρωμαίων αὐτοκρατόρων καὶ ἀποδιδόμενον εἰς τὰς πόλεις ἐπὶ τῇ ἀνεγέρσει ναοῦ εἰς τὴν προστάτιδα αὐτῶν θεότητα ἢ εἰς τὸν αὐτοκράτορα οἷον ἡ Ἔφεσος, ν. Ἀρτέμιδος Πράξ. Ἀποστ. ιθ΄, 35, πρβλ. Tacit. Ann. 4. 55, Eckhel Doctr. Numm. 4. σ. 288 κ. ἑξ.· ὡσαύτως, Ἐφεσίων πόλεως δὶς νεωκόρου τῶν Σεβαστῶν Συλλ. Ἐπιγρ. 2968, πρβλ. 2977· τρὶς ν. τῶν Σεβαστῶν αὐτόθι 2972· οὕτως ἐπὶ τῆς Σμύρνης, κτλ.· νεωκόρος ὡσαύτως εὕρηται μόνον ἄνευ γενικῆς ἐν 2022-23, 2189, κ.ἀλλ. (Κοινῶς ἐτυμολογεῖται ἐκ τοῦ κορέω, verro, ὡς εἰ ἡ πρώτη σημασία ἦν, ὁ σαρώνων τὸν ναόν· ἀλλ’ οὐδὲν ἴχνος τῆς σημασίας ταύτης ὑπάρχει μέχρι τοῦ Φίλωνος 2. 236, Ἡσύχ.· ἐνῷ ὁ Σουΐδ. ἑρμηνεύει τὴν λέξιν: «ὁ τὸν νεὼν κοσμῶν..., ἀλλ’ οὐχὶ ὁ σαίρων», καὶ ὁ Κούρτ. νομίζει ὅτι ἡ ῥίζα τοῦ -κόρος εἶναι ΚΟΡ = ΚΟΛ, πρβλ. Λατ. curo, colo, καὶ ἴδε ἐν λ. αἰγικορεῖς, βουκόλος, αἰπόλος, Λλ. Ι).
English (Strong)
from a form of ναός and koreo (to sweep); a temple-servant, i.e. (by implication) a votary: worshipper.
English (Thayer)
νεωκορου, ὁ, ἡ (νεώς or ναός, and κορέω to sweep; (questioned by some; a hint of this derivation is found in Philo de sacerd. honor. § 6 (cf. νεωκορία, de somniis 2,42), and Hesychius (under the word) defines the word ὁ τόν ναόν κόσμων. κόρειν γάρ τό σαίρειν ἔλεγον (cf. under the word σηκοκόρος; so Etym. Magn. 407,27, cf. under the word νεωκόρος); yet Suidas under the word κόρη, p. 2157c. says νεωκόρος οὐχ ὁ Σαρών τοῦ νεωκορου ἀλλ' ὁ ἐπιμελουμενος αὐτοῦ (cf. under the words, νεωκόρος, σηκοκόρος); hence, some connect the last half with root κορ, κολ, cf. Latin curo, colo));
1. properly, one who sweeps and cleans a temple.
2. one who has charge of a temple, to keep and adorn it, a sacristan: Xenophon, an. 5,3, 6; Plato, legg. 6, p. 759a.
3. the worshipper of a deity (οὕς i. e. the Israelites ὁ Θεός ἑαυτῷ νεωκορους ἦγεν through the wilderness, Josephus, b. j. 5,9, 4); as appears from coins still extant, it was an honorary title (temple-keeper or temple-warden (cf. 2above)) of certain cities, especially of Asia Minor, in which the special worship of some deity or even of some deified human ruler had been established (cf. Stephanus, Thesaurus, v., p. 1472 f; (cf. B. D., under the word worshipper)); so νεωκόρος ... τῆς Ἀρτέμιδος, of Ephesus, Lightfoot in Contemp. Rev. for 1878, p. 294 f; Wood, Discoveries at Ephesus (Lond. 1877), Appendix, passim).
Greek Monolingual
ο, η (ΑΜ νεωκόρος, Α δωρ. τ. ναοκόρος, και συνηρ. τ. νακόρος και ναυκόρος και νειοκόρος και ποιητ. τ. νηοκόρος)
(γενικά) φύλακας και επιστάτης του ναού ο οποίος κατά την αρχαιότητα λογιζόταν πρόσωπο ιερό και άξιο τιμής
νεοελλ.
(ειδικά) εκκλησιαστικό διακόνημα ο κάτοχος του οποίου μεριμνά για την καθαριότητα, ασφάλεια και ευταξία του ναού, ο επιστάτης του ναού, ο καντηλανάφτης
αρχ.
1. ο ιεροφύλακας, αυτός που φύλαγε, που επιτηρούσε τον ναό («τὴν Ἡροφίλην νεωκόρον γενέσθαι Ἀπόλλωνος Σμινθέως», Παυσ.)
2. (και ως επίθ.) «τῷ νεωκόρῳ τῶν Ἐφεσίων δήμῳ» επιγρ.
3. (κατά τους ρωμαϊκούς χρόνους) τίτλος που αποδιδόταν σε μερικές μικρασιατικές πόλεις με την ευκαιρία ανέγερσης ναού του θεού προστάτη τους ή σε αυτοκράτορα μικρασιατικής πόλης, όπως π.χ. της Εφέσου, της Σμύρνης κ.λπ. («τήν Ἐφεσίων πόλιν νεωκόρον οὖσαν τῆς μεγάλης θεᾱς Ἀρτέμιδος», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. νεωκόρος έχει προέλθει με αντιμεταχώρηση από τον τ. νηο-κόρος < νηός ιων. τ. του νᾱός + -κόρος (< κορέω [ΙΙ] «σκουπίζω, καθαρίζω»), πρβλ. σηκοκόρος. Οι τ. νᾱοκόρος και ναυκόρος παρήχθησαν αντιστοίχως από τους τ. νᾱός και τον αιολ. τ. ναῦος.
Greek Monotonic
νεωκόρος: Δωρ. νᾶοκόρος, ὁ,
I. φύλακας και επιμελητής ναού, Λατ. aedituus, σε Πλάτ., Ξεν.
II. επώνυμο που απαντά σε επιγραφές και νομίσματα ασιατικών πόλεων στους χρόνους των Ρωμαίων αυτοκρατόρων και αποδιδόταν σε πόλεις οι οποίες ανέγειραν ναό προς τιμήν της προστάτιδάς τους ή του αυτοκράτορα, όπως η Έφεσος· νεωκόρος Ἀρτέμιδος, σε Καινή Διαθήκη (αμφίβ. προέλ.).
Middle Liddell
νεω-κόρος, ὁ,
I. the custodian of a temple, Lat. aedituus, Plat., Xen.
II. a title of Asiatic towns, which had built a temple in honour of their patron-god, as Ephesus was, ν. Ἀρτέμιδος NTest. [deriv. uncertain]
Wikipedia EL
Νεωκόρος (ή εκκλησιαστικός ή καντηλανάφτης) ονομάζεται ο λαϊκός που είναι επιφορτισμένος με μια σειρά αρμοδιοτήτων εντός του Ορθόδοξου Ιερού Ναού, που αποσκοπούν στην λειτουργική ετοιμότητα και στην εύρυθμη λειτουργία του. Αναφέρεται στον προϊστάμενο Ιερέα και στο Εκκλησιαστικό Συμβούλιο του Ιερού Ναού. Δεν είναι δημόσιος υπάλληλος και αμοίβεται από τα έσοδα της Ενορίας.
Αρμοδιότητες Το ευρύ φάσμα αρμοδιοτήτων του νεωκόρου εκτείνεται τόσο εντός, όσο και εκτός των Ιερών Ακολουθιών.
Κατά τη διάρκεια των Ιερών Ακολουθιών, ο νεωκόρος φοράει ράσο και συμμετέχει ενεργά σε αυτές. Για παράδειγμα, κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας και σε συγκεκριμένα σημεία της ακολουθίας, κρούει τις καμπάνες, φροντίζει να έχει έτοιμο το θυμιατό για να το δώσει στον Ιερέα και βρίσκεται σε ετοιμότητα για να τα ξαναπάρει, προηγείται του Ιερέα κατά τη Μικρά Είσοδο κρατώντας την λαμπάδα και κατά τη Μεγάλη Είσοδο κρατώντας την λαμπάδα και το θυμιατό, ετοιμάζει το Ζέον, κόβει το αντίδωρο και το πηγαίνει στον Ιερέα για ευλογία, κρατάει το Μάκτρον κατά τη διάρκεια της Θείας Κοινωνίας, φροντίζει για την Αρτοκλασία, τα μνημόσυνα κλπ.
Επίσης, ο νεωκόρος συμμετέχει ενεργά και στα Ιερά Μυστήρια της Εκκλησίας. Για παράδειγμα, πριν τη βάπτιση φροντίζει για την τοποθέτηση της κολυμπήθρας, των βοηθητικών τραπεζιών και του υποδοχέα της λαμπάδας στον Σολέα και ετοιμάζει τα απαραίτητα όπως το ζεστό νερό, την πετσέτα, το λαδόπανο, την χειροπετσέτα, τα ρούχα του μωρού, τα τρία κεριά, το Άγιο Μύρο κλπ. Κατά τη διάρκεια της Βάπτισης φροντίζει να παρέχει στο Ιερέα ό,τι απαιτείται στη σωστή στιγμή (θυμιατό, λάδι, Άγιο Μύρο, ρούχα μωρού κλπ) και να καθοδηγεί τους γονείς και τους αναδόχους στη διαδικασία του Μυστηρίου. Μετά το πέρας της Βάπτισης, επαναφέρει τον Ιερό Ναό στην αρχική του κατάσταση (καθαριότητα και τάξη).
Στις λοιπές αρμοδιότητες του νεωκόρου ανήκουν η τήρηση του ωραρίου κατά το οποίο ο Ιερός Ναός είναι ανοιχτός στους πιστούς, η καθαριότητα και ο ευπρεπισμός του, η προετοιμασία του για τις Ιερές Ακολουθίες και τα Ιερά Μυστήρια, ο στολισμός του κατά τη διάρκεια των εορτών, η ασφάλειά του, η προμήθεια των απαραίτητων υλικών και αναλώσιμων, η επίβλεψη των συνεργείων που έχουν αναλάβει ηλεκτρολογικές, υδραυλικές και πάσης φύσεως εργασίες κλπ.
Όταν στον Ιερό Ναό δεν παρευρίσκεται Ιερέας ή μέλος του Εκκλησιαστικού Συμβουλίου, υπεύθυνος για τον Ιερό Ναό είναι ο νεωκόρος και οι πιστοί οφείλουν υπακοή στις υποδείξεις του.
Wikipedia EN
Neokoros (Ancient Greek: νεωκόρος), plural neokoroi (νεωκόροι), was a sacral office in Ancient Greece associated with the custody of a temple. Under the Roman Empire, the neocorate became a distinction awarded to cities that had built temples to the emperors or had established cults of members of the Imperial family.
The term neokoros (νεωκόρος) probably derived from νεώς 'temple' + κορέω 'to sweep', thus literally a temple-sweeper. A number of variants are attested: ναοκόρος, νακόρος, ναυκόρος, νεοκόρος, νηοκόρος, or νειοκόρος. The term meant the custodian of a temple, analogous to a sacristan. Similar terms used instead of neokoros were ζάκορος (zakoros), ναοφύλαξ (naophylax), and νηοπόλος (neopolos).
In Classical Greece, the neokoroi belonged to the priestly class, but usually had a low status commensurate with their duties: in most known cases, they assumed auxiliary functions, although in some places, like Oropos or Kos, they could substitute for the actual temple priest, and on the sacred island of Delos the neocorate appears to have been a magistracy. Women could also be holders of a neocorate. The duration of the neocorate varied from place to place: in Delphi, the neokoroi were appointed for life, while at Delos at least one instance is known of a person who held the neocorate no fewer than 37 times.
Over time, especially in Asia, the neocorate became more important, as it was assumed by local magnates; its holders made donations to the temple and tried to commemorate their term of office. Neokoroi assumed epithets such as κράτιστος 'most mighty', while the title of 'chief neokoros' (ἀρχινεωκόρος) also appeared to distinguish the more senior members of the class.
Chinese
原文音譯:newkÒroj 尼哦-可羅士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:殿-看守者
字義溯源:看守殿的,看守廟的,看守者,警衛殿的,清掃殿的;由(ναός)=殿)與(κορέννυμι)X*=清掃)組成;其中 (ναός)出自(Ναΐν)X*=居住)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 看守者(1) 徒19:35
Mantoulidis Etymological
(=φύλακας καί ἐπιμελητής τοῦ ναοῦ). Ἀπό τό νεώς = ναός + κορέω (=σκουπίζω), ὅπου δές γιά ἄλλα παράγωγα, καθώς καί στό ρῆμα ναίω (=κατοικῶ), ἀπό ὅπου παράγεται ἡ λέξη ναός.
Translations
neokoros
French: néocore; Greek: νεωκόρος; Ancient Greek: δακόρος, ζακόρος, ζάκορος, θεοκόρος, νακόρος, ναοκόρος, ναυκόρος, νεακόρος, νειοκόρος, νεοκόρος, νεωκόρος, νηοκόρος, σιοκόλος, σιοκόρος; Italian: neocoro; Latin: neocorus
sacristan
Armenian: լուսարար; Catalan: sagristà; Cebuano: sakristan; Dutch: sacrista, koster; Finnish: suntio; French: sacristain, sacristaine; German: Küster, Küsterin, Mesner; Greek: σκευοφύλακας, σκευοφύλαξ; Hungarian: sekrestyés; Indonesian: koster, sakristan; Italian: sacrestano, sagrestano; Ladin: mëune; Latin: secretarius, sacrarius, aedituus; Malayalam: കപ്യാർ; Polish: zakrystian, zakrystianka, kościelny, kościelna; Romanian: sacristan; Russian: ризничий, пономарь; Spanish: sacristán; Tagalog: sakristan