σπογγίον

Revision as of 09:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

τό, Dim. of σπόγγος, Ar.Ach.463 (σφογγίον), Dsc.Eup.1.197.    II an ἐπίθεμα of this name, Paul.Aeg.3.48.

German (Pape)

[Seite 922] τό, dim. von σπόγγος, Schwämmchen, οπογγίῳ βεβυσμένον χυτρίδιον Ar. Ach. 439.

Greek (Liddell-Scott)

σπογγίον: τό, ὑποκορ. τοῦ σπόγγος, Ἀριστοφ. Ἀχ. 463, Ἡσύχ.· ἴδε σπόγγος ἐν τέλ.

Greek Monolingual

και σφογγίον, τὸ, Α σπόγγος, σφόγγος]
1. μικρός σπόγγος, σφουγγαράκι
2. είδος επιθέματος.

Greek Monotonic

σπογγίον: τό, υποκορ. του σπόγγος, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

σπογγίον: τό маленькая губка Arph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σπογγίον, τό [σπόγγος] demin. sponsje.