σπόγγος
Βάδιζε τὴν εὐθεῖαν, ἵνα δίκαιος ᾖς → Incede rectam, si vir es iustus, viam → Damit gerecht du bist, geh den geraden Weg
English (LSJ)
ὁ,
A sponge, σ. πολυτρήτοισι τραπέζας νίζον Od.1.111, cf. 22.439; σπόγγῳ ἀμφὶ πρόσωπα καὶ ἄμφω χεῖρ' ἀπομόργνυ Il.18.414; ὑγρώσσων σ. ὤλεσεν γραφήν A.Ag.1329; used at the bath, Ar.Fr.55, Crates Com.15.7; for cleaning shoes. Ar.V.600 (cf. σπογγίζω); cf. Arist.HA487b9, 588b20, Ev.Matt.27.48, etc.
II any spongy substance, σικυώνης σπόγγος Hp.Steril.221; οἱ σ. the glands in the throat, tonsils, from their spongy nature and liability to swell, Id.Epid.4.7, Gal.19.140.
III = νήριον, Ps.-Dsc.4.81. (σφόγγος is found in IG11 (2). 144 A 37 (Delos, iv B.C.), PSI6.558.7 (iii B.C.), POxy.1384.25 (V A.D.); cf. σπογγιά, σπογγίον.)
German (Pape)
[Seite 923] ὁ, attisch σφόγγος, lat. tungus, 1) der Schwamm, zum Abwischen, Waschen gebraucht; σπόγγῳ δ' ἀμφὶ πρόσωπα καὶ ἄμφω χεῖρ' ἀπομόργνυ, Il. 18, 414; bes. zum Abwischen der Tische u. Stühle, σπόγγοισι πολυτρήτοισι τραπέζας νίζον, Od. 1, 111, öfter; zum Auslöschen d. Schrift, βολαῖς ὑγρώσσων σπόγγος ὤλεσεν γραφήν, Aesch. Ag. 1302; Ar. Vesp. 600; Plat. Tim. 70 c. – 2) die Drüsen am Halse, die Mandeln, wegen ihrer schwammigen, porösen Beschaffenheit, Hippocr.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
éponge, poisson.
Étymologie: p. *σφόγγος ; cf. lat. fungus.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σπόγγος -ου, ὁ spons:. ὑγρώσσων σ. ὤλεσεν γραφήν een natte spons wist de schildering uit Aeschl. Ag. 1329. plur. οἱ σπόγγοι amandelen (lichaamsdeel).
Russian (Dvoretsky)
σπόγγος: староатт. σφόγγος ὁ губка Hom., Aesch., Arph., Plat., Arst., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
σπόγγος: ὁ, «σφογγάρι», σπ. πολυτρήτοισι τραπέζας νίζον Ὀδ. Α. 111, πρβλ. Χ. 439· σπόγγῳ ἀμφὶ πρόσωπα καὶ ἄμφω χεῖρ’ ἀπομόργνυ Ἰλ. Σ. 414· ὑγρώσσων σπόγγος ὤλεσεν γραφὴν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1329· ἐν χρήσει ἐν τῷ λουτρῷ, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 50, Κράτης ἐν «Θηρ.» 2· πρὸς καθαρισμὸν ὑποδημάτων, Ἀριστοφ. Σφ. 600, ἴδε ἐν λέξ. σπογγίζω. Περὶ τῆς φύσεως αὐτῶν ἴδε Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 18., 8. 1, 7· περὶ τοῦ τρόπου, καθ’ ὃν θηρεύουσιν ἢ ἁλιεύουσιν αὐτούς, αὐτόθι 9. 37. 6. ΙΙ. πᾶσα σπογγοειδὴς οὐσία, σικυώνης σπ. Ἱππ. 679. 33· οἱ σπόγγοι, οἱ κατὰ τὸν λαιμὸν ἀδένες, ὡς ἐκ τῆς ὁμοιότητος αὐτῶν πρὸς σπόγγους καὶ ἐκ τοῦ ὅτι εὐκόλως οἰδαίνονται, ὁ αὐτ. 1121Ε, Γαλην. (Τὸν τύπον σφόγγος θεωρεῖ ἀμφίβολον ὁ Elmsl. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 463, Λοβέκ. εἰς Φρύν. 113, ἀλλ’ ὑπάρχουσιν ἐτυμολογικοὶ λόγοι, ἐξ ὧν γίνεται πιθανὸν ὅτι ὁ διὰ τοῦ φ τύπος ἦτο ὁ ἀρχαιότερος, ἴδε ἐν λέξ. σομφός).
English (Autenrieth)
sponge, Il. 18.414, Od. 1.111.
English (Strong)
perhaps of foreign origin; a "sponge": spunge.
English (Thayer)
σπόγγου, ὁ (perhaps akin is fungus; Curtius, § 575), from Homer down, sponge: John 19:29.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ, και σφόγγος Α
1. ασύμμετρος πολυκύτταρος διπλοβλαστικός οργανισμός, το φύλο του οποίου περιλαμβάνει 5.000 περίπου αρτίγονα είδη που ζουν προσκολλημένα σε αποικίες ή μοναχικά στον βυθό τών θαλασσών και μερικά στα γλυκά νερά και παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλομορφία (α. «κυπελλόσχημοι σπόγγοι» β. «σφαιροειδείς σπόγγοι» γ. «κυλινδρικοί σπόγγοι» δ. «δακτυλιοειδείς σπόγγοι»)
2. στερεά και πορώδης μάζα που προκύπτει μετά από επεξεργασία τών παραπάνω ζώων και χρησιμοποιείται για καθαρισμό, το σφουγγάρι (α. «εμπόριο σπόγγων» β. «σπόγγῳ ἀμφὶ πρόσωπα καὶ ἄμφω χεῖρ' ἀπομόργνυ», Ομ. Ιλ.)
3. το σφουγγάρι που χρησιμοποιήθηκε κατά την σταύρωση του Χριστού («λαβὼν σπόγγον πλήσας τε ὄξους», ΚΔ)
νεοελλ.
απομίμηση φυσικού σπόγγου από καουτσούκ ή από άλλη συνθετική ύλη που χρησιμοποιείται για καθαρισμό του σώματος καθώς και σκευών ή άλλων αντικειμένων ή και κομμάτι ύφασμα ή άλλο υλικό που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό του πίνακα στα σχολεία
νεοελλ.-μσν.
(λειτ.) α) μικρό πεπλατυσμένο τεμάχιο σφουγγαριού με το οποίο ο λειτουργός ιερέας ή ο διάκονος απομάσσει τον άγιο δίσκο και το αντιμήνσιο, αλλ. μούσα
β) σφαιρικό σφουγγάρι που χρησιμοποιείται στην πρόθεση για αποσπόγγιση του Αγίου Ποτηρίου και την απόπλυσή του
γ) αμεταχείριστο σφουγγάρι που χρησιμοποιείται από τον αρχιερέα κατά τα εγκαίνια ναού, για την απόμαξη της Αγίας Τράπεζας και την απόπλυσή της τη Μεγάλη Πέμπτη
μσν.
μτφ. δούλος
αρχ.
1. κάθε σπογγοειδής πορώδης ουσία οργάνων του σώματος
2. το φυτό νήριο
3. στον πληθ. oἱ σπόγγοι
οι αδένες τών αμυγδαλών και τα παρίσθμια του λαιμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σπόγγος είναι δάνεια, μεσογειακής προέλευσης, και συνδέεται με τα αρμ. sunk, sung «μανιτάρι» και λατ. fungus «μύκης, μανιτάρι». Ο τ. σφόγγος είναι δευτερογενής, πιθ. της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων].
Greek Monotonic
σπόγγος: και σφόγγος, ὁ, σφουγγάρι, σε Όμηρ. κ.λπ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: sponge (for wiping off), metaph. of spongelike objects, e.g. gland(Il.).
Other forms: also σφόγγος (certain in hell. a. late inscr.; s. Hiersche Ten. aspiratae 207 f.).
Compounds: Rarely as 1. member, e.g. σπογγο-θήρας m. sponge hunter, gatherer (Plu.).
Derivatives: 1. Dimin. σπογγ-ίον n. (Ar., Dsc.), -άριον n. (M. Ant. a. o.). 2. -ιά f. = σπόγγος (Ar., Aeschin., Arist., Aret. a. o.; on the acc. Scheller Oxytonierung 73). 3. -ίας m. id. (Ar. Fr. 856). 4. -εύς m. (-ιεύς) sponge gatherer (Arist., Thphr.; Bosshardt 61). 5. -ώδης spongy, porous (Hp., Arist., Dsc.). 6. -ῖτις id. (Plin., Aët.; Redard 61 a. 77). 7. -ίζω, also w. ἀπο-, ἐκ- a.o., to wipe off (Hp., Att. etc.); and -ιστική (τέχνη) the art of wiping (Pl.; Chantraine Etudes 134).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin] (V)
Etymology: As old Wanderwort identical with Arm. sownk, sowng mushroom, cork-tree, Lat. fungus mushroom, sea-, tree-mushroom, -like ulcer. Extensive treatment w. lit. in Hiersche Ten. aspiratae 229 ff. For older discussion s. W.-Hofmann s. fungus. -- Lat. LW [loanword] spongia (from σπογγιά) with spongiōsus u. a.
Middle Liddell
σπόγγος, ανδ σφόγγος, ὁ,
a sponge, Hom., etc.
Frisk Etymology German
σπόγγος: (seit Il.),
{spóggos}
Forms: auch σφόγγος (sicher in hell. u. sp. Inschr. u.a.; s. Hiersche Ten. aspiratae 207 f.)
Grammar: m.
Meaning: ‘Schwamm (zum Abwischen)’, übertr. von schwammartigen Gegenständen, z.B. Drüse.
Composita: Vereinzelt als Vorderglied, z.B. σπογγοθήρας m. ‘Schwammjäger, -sammler’ (Plu.).
Derivative: Davon 1. Demin. σπογγίον n. (Ar., Dsk.), -άριον n. (M. Ant. u. a.). 2. -ιά f. = σπόγγος (Ar., Aeschin., Arist., Aret. u. a.; zum Akz. Scheller Oxytonierung 73). 3. -ίας m. ib. (Ar. Fr. 856). 4. -εύς m. (-ιεύς) Schwammsammler (Arist., Thphr.; Bosshardt 61). 5. -ώδης schwammig, porös (Hp., Arist., Dsk.). 6. -ῖτις ib. (Plin., Aët.; Redard 61 u. 77). 7. -ίζω, auch m. ἀπο-, ἐκ- u.a., abwischen (Hp., att. usw.); dazu -ιστική (τέχνη) die Kunst des Abwischens (Pl.; Chantraine Etudes 134).
Etymology: Als altes Wanderwort mit arm. sunk, sung Pilz, Korkbaum, lat. fungus ‘Pilz, Meer-, Baumschwamm, schwammartiges Geschwür’ identisch. Ausführliche Behandlung m. Lit. bei Hiersche Ten. aspiratae 229 ff. Über die frühere Diskussion s. bes. W.-Hofmann s. fungus. — Lat. LW spongia (aus σπογγιά) mit spongiōsus u. a.
Page 2,770
Chinese
原文音譯:spÒggoj 士胖哥士
詞類次數:名詞(3)
原文字根:海綿
字義溯源:海綿^,海絨
出現次數:總共(3);太(1);可(1);約(1)
譯字彙編:
1) 海絨(3) 太27:48; 可15:36; 約19:29
Mantoulidis Etymological
ὁ (=σφουγγάρι). Ἀρχαιότερος τύπος σφόγγος. Εἶναι συγγενικό μέ τό σομφός (=ὅμοιος μέ σφουγγάρι, γεμάτος πόρους, βραχνός).
Παράγωγα: σπογγάριον (ὑποκορ.), σπογγία (=σφουγγάρι), σπογγίζω, σπογγίον, σπογγιστικός, σπογγοειδής, σπογγοθήρας (=σφουγγαράς).
Translations
sponge
Arabic: إِسْفَنْج; Hijazi Arabic: إسفنج, سِفِنج; Armenian: սպունգ; Asturian: esponxa; Basque: belaki; Belarusian: губка; Bulgarian: сюнгер; Catalan: esponja; Chinese Mandarin: 海綿, 海绵; Czech: houba, mořská houba, houbovec; Dutch: spons; Esperanto: spongo; Estonian: käsn; Finnish: sienieläin; French: éponge; Friulian: sponze, sponge; Galician: esponxa; German: Schwamm; Greek: σφουγγάρι; Ancient Greek: σπόγγος, σπογγιά, σφογγιά, σφόγγος, σπογγιή, σπογγάριον, σπογγίον, σφογγίον; Hawaiian: huʻakai; Hebrew: סְפוֹג; Hindi: स्पंज; Hungarian: szivacs; Icelandic: svampur; Ido: sponjo; Indonesian: bunga karang, spons; Italian: spugna; Japanese: 海綿; Khmer: អេប៉ុងហ្ស៍; Korean: 갯솜, 스펀지, 해면; Kurdish Northern Kurdish: îsfenc, îsfenc, sunger; Latin: spongia; Latvian: sūklis; Lithuanian: pintis, durlė; Macedonian: сунѓер; Malay: bunga karang, span; Maori: kōpūpūtai, pūngorungoru; Navajo: táłtłʼááh yilcháazhii; Norman: êponge; Norwegian: svamp; Occitan: esponga; Pashto: سپنج; Persian: اسفنج; Plautdietsch: Schwom; Polish: gąbka; Portuguese: esponja; Quechua: puqyala; Romanian: burete, spongie; Russian: губка; Saterland Frisian: Swom; Serbo-Croatian Cyrillic: спужва, сунђер; Roman: spužva, sunđer; Slovak: hubka; Slovene: spúžva; Spanish: esponja; Tagalog: espongha; Telugu: స్పాంజి; Thai: ฟองน้ำ; Turkish: sünger; Ukrainian: губка; Urdu: اسفنج; Venetian: sponxa, sponga; Vietnamese: bọt biển; West Frisian: spûns; Yiddish: שוואָם