καταρέζω

Revision as of 10:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

poet. for καταρρέζω.

German (Pape)

[Seite 1374] s. καταῤῥέζω, u. so ähnl.

Greek (Liddell-Scott)

καταρέζω: ποιητ. ἀντὶ τοῦ καταρρέζω.

English (Autenrieth)

part. καρρέζουσα, aor. κατέρεξε: stroke, caress.

Greek Monolingual

καταρέζω (Α)
ποιητ. τ. του καταρρέζω.

Greek Monotonic

καταρέζω: Επικ. αντί καταρρέζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-ρέζω poët. voor καταρρέζω.