συννενέαται

Revision as of 10:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

   A v. συννέω (B).

French (Bailly abrégé)

3ᵉ pl. ion. pf. Pass. de συννέω³.

Greek Monotonic

συννενέαται: Ιων. γʹ πληθ. Παθ. παρακ. του συννέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συννενέαται, zie συννέω.