συννέω
τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions
English (LSJ)
(A), (νέω A)
A swim together, Luc.Tox.20, Ael.NA1.17; τινι Luc.Philops.34.
(B), (νέω c)
A pile together or heap together, heap up, [τὰ ἀκόντια] ἐς τοὺς θαλάμους συνένησε Hdt.1.34; συννήσας πυρήν ib.86, 7.107:—Ion. 3pl. pf. Pass. συννενέᾰται Id.2.135, 4.62; τῶν νεκρῶν ὁμοῦ ἐπ' ἀλλήλοις ξυννενημένων Th.7.87.
French (Bailly abrégé)
1nager avec, τινι.
Étymologie: σύν, νέω².
2filer ou tisser ensemble.
Étymologie: σύν, νέω³.
3f. συννήσω, ao. συνένησα, pf. Pass. συννένημαι;
entasser, amonceler : πυρήν HDT construire un bûcher avec du bois amoncelé ; τῶν νεκρῶν ἐπ' ἀλλήλοις ξυννενημένων THC les cadavres étant amoncelés les uns sur les autres.
Étymologie: σύν, νέω⁴.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συννέω [σύν, νέω] meezwemmen.
συννέω, Att. ξυννέω [σύν, νέω] Ion. perf. med. 3 pl. συννενέαται op een hoop gooien:. πυρὴν σ. een brandstapel bouwen Hdt. 1.86.2.
German (Pape)
1 (νέω), zusammenschwimmen, Luc. Tox. 20.
2 (νέω), zusammenhäufen, aufschichten; τοιαῦτα εἰς τοὺς οἴκους συνένησε, Her. 1.34, 86, 7.107; die 3. Pers. perf. pass. lautet bei ihm συννενέαται, 2.135, 4.62; τῶν νεκρῶν ὁμοῦ ἐπ' ἀλλήλοις ξυννενημένων, Thuc. 7.87; Sp.
Russian (Dvoretsky)
συννέω:
I νέω II] плыть вместе (τινι Luc.).
ион. συννήω νέω IV] нагромождать, наваливать (ἀκόντια ἐς τοὺς θαλάμους Her.; sc. τοὺς νεκροὺς ἐπ᾽ ἀλλήλοις Thuc.): σ. πυρήν Her. складывать костер.
Greek Monolingual
(I)
Α
κολυμπώ μαζί με άλλον («ἐπὶ κροκοδείλων ὀχούμενον καὶ συννέοντα θηρίοις», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + νέω (Ι) «πλέω», κολυμπώ»].
(II)
και ιων. τ. συννήω Α
συσσωρεύω, συγκεντρώνω μαζί (α. «τῶν νεκρῶν ἐπ' ἀλλήλοις ξυννενημένων», Θουκ.
β. «ἀκόντια καὶ τοιαῦτα πάντα ἐς τοὺς θαλάμους συνένησε», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + νέω (III) «μαζεύω, συσσωρεύω»].
Greek Monotonic
συννέω: μέλ. νεύσομαι, κολυμπώ μαζί ή με, σε Λουκ.
• συννέω: μέλ. -νήσω, συγκεντρώνω, συσσωρεύω, επισωρεύω, σε Ηρόδ. — Παθ., μτχ. Παθ. παρακ. ξυννενημένος, σε Θουκ.· Ιων. γʹ πληθ. Παθ. παρακ. συννενέᾰται, σε Ηρόδ.
Greek (Liddell-Scott)
συννέω: (πρβλ. νέω Δ) μέλλ. -νήσω· συσσωρεύω, [τὰ ἀκόντια] ἐς τοὺς θαλάμους συνένησε Ἡρόδ. 1. 34· συννήσας πυρὴν αὐτόθι 86., 7. 107· Ἰων. παθ. πρκμ. γϳ πρόσ. ἑνικ. συννενέαται Ἡρόδ. 2. 135, 4. 62 τῶν νεκρῶν ὁμοῦ ἀλλήλοις ξυννενημένων Θουκ. 7. 87.
Middle Liddell
1 fut. -νήσω
to pile or heap together, heap up, Hdt.:—Pass., perf. part. ξυννενημένος Thuc.; ionic 3rd pl. perf. pass. συννενέᾰται Hdt.
2 fut. -νεύσομαι
to swim together or with, Luc.