προσαποπέμπω
English (LSJ)
A send away or off besides, Ar. Pl.999.
German (Pape)
[Seite 751] noch dazu ab- od. wegschicken, Ar. Plut. 599, nach dem cod. Rav.
Greek (Liddell-Scott)
προσαποπέμπω: ἀποστέλλω προσέτι, Ἀριστοφ. Πλ. 999.
French (Bailly abrégé)
renvoyer en outre ou vers, rég. ind. au dat.
Étymologie: πρός, ἀποπέμπω.
Greek Monolingual
Α ἀποπέμπω
αποστέλλω κάποιον ή κάτι ακόμη.
Greek Monotonic
προσαποπέμπω: μέλ. -ψω, στέλνω μακριά ή διώχνω επιπλέον, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
προσαποπέμπω: сверх того отсылать (τι Arph.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-αποπέμπω ook nog wegsturen.