προσαποπέμπω

Revision as of 10:04, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

   A send away or off besides, Ar. Pl.999.

German (Pape)

[Seite 751] noch dazu ab- od. wegschicken, Ar. Plut. 599, nach dem cod. Rav.

Greek (Liddell-Scott)

προσαποπέμπω: ἀποστέλλω προσέτι, Ἀριστοφ. Πλ. 999.

French (Bailly abrégé)

renvoyer en outre ou vers, rég. ind. au dat.
Étymologie: πρός, ἀποπέμπω.

Greek Monolingual

Α ἀποπέμπω
αποστέλλω κάποιον ή κάτι ακόμη.

Greek Monotonic

προσαποπέμπω: μέλ. -ψω, στέλνω μακριά ή διώχνω επιπλέον, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

προσαποπέμπω: сверх того отсылать (τι Arph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-αποπέμπω ook nog wegsturen.