επιπλέον

From LSJ
Menander, Sententiae, 456

Greek Monolingual

(AM ἐπιπλέον και ἐπιπλεῖον και ἐπὶ πλέον και ἐπὶ πλεῖον)
επίρρ. περισσότερο, ακόμη περισσότερο, επιπρόσθετα, εκτός τών άλλων, όλο και πιο πολύ, παραπάνω.