δεσμευτικός

Revision as of 10:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for fetters, Pl.Lg.847d.

German (Pape)

[Seite 550] zum Binden tauglich, Plat. Legg. VIII, 847 d.

Greek (Liddell-Scott)

δεσμευτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ κατάλληλος πρὸς δέσιν, Πλάτ. Νόμ. 847D.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
propio para atar, de cordelería κτῆμα δ. adquisición de material de cordelería o atarazana con fines militares, Pl.Lg.847d.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM δεσμευτικός, -ή, -όν) δεσμεύω
αυτός που επιφέρει δέσμευση («δεσμευτικοί όροι συμβολαίου»).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δεσμευτικός -ή -όν [δεσμεύω] om mee vast te binden.