δέσμευση

From LSJ

Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur

Menander, Monostichoi, 560

Greek Monolingual

η (AM δέσμευσις) δεσμεύω
η συγκράτηση ή συσκευασία με δεσμό, το δέσιμο
νεοελλ.
1. το να αναλαμβάνει κανείς ηθική ή νομική υποχρέωση για κάτι
2. φρ. «δέσμευση καταθέσεων» — απαγόρευση της ανάληψης καταθέσεων με κρατική απόφαση ώστε να αντιμετωπιστούν έκτακτοι κίνδυνοι
3. (αστ.-δίκ.) απαγόρευση ή περιορισμός που επιβάλλει η κρατική εξουσία για τα συμφέροντα του κράτους στη χρησιμοποίηση κάποιας ιδιοκτησίας
4. χημ. συνένωση μιας χαρακτηριστικής ομάδας οργανικής ουσίας με κατάλληλη ρίζα, με σκοπό την προστασία της ομάδας κατά τη διάρκεια μιας χημικής αντίδρασης
μσν.
φυλάκιση.