παυστέον

Revision as of 10:40, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

(παύω)

   A one must stop, put an end to, Pl.R.391e, Grg. 523d, etc.    II (παύομαι) one must cease, Plu.2.6c : c. gen., τῆς ὁρμῆς Dexipp. Hist.26.10 J.

Greek (Liddell-Scott)

παυστέον: ῥημ. ἐπίθετ. τοῦ παύω, δεῖ παύειν ..., Πλάτ. Πολ. 391 Ε, Γοργ. 523 D, κτλ. ΙΙ. ἐκ τοῦ παύομαι, δεῖ παύεσθαι, Πλούτ. 2. 6C.

Greek Monotonic

παυστέον: ρημ. επίθ. του παύω, αυτός που πρέπει να σταματήσει, σε Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παυστέον, adj. verb. van παύω of παύομαι, het\n of er moet gestopt worden.