πυρίδαπτος

Revision as of 10:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

ον, (δάπτω)

   A devoured by fire, A.Eu.1041 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 822] vom Feuer verzehrt, λαμπάς, Aesch. Eum. 993.

Greek (Liddell-Scott)

πῠρίδαπτος: -ον, (δάπτω) ὁ ὑπὸ τοῦ πυρὸς καταναλωθείς, Αἰσχύλ. Εὐμ. 1041.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
consumé par le feu.
Étymologie: πῦρ, δάπτω.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που καταναλώθηκε από τη φωτιά («περιδάπτῳ λαμπάδι τερπόμεναι καθ' ὁδόν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + -δαπτος (< δάπτω «καταβροχθίζω»), πρβλ. Ηφαιστό-δαπτος].

Greek Monotonic

πῠρίδαπτος: -ον (δάπτω), αυτός που καταστρέφεται από τη φωτιά, σε Αισχύλ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πυρίδαπτος -ον [πῦρ, δάπτω] door vuur verteerd.