πολύμουσος

Revision as of 11:00, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

ον,

   A rich in the Muses' gifts, Plu.2.744a; many-sided in art, Luc.Salt.7.

German (Pape)

[Seite 667] mit vielen Musengaben, geschickt in den Musenkünsten; Luc. de salt. 7; Plut. Symp. 9, 14, 2.

Greek (Liddell-Scott)

πολύμουσος: -ον, ὁ πλούσιος εἰς δῶρα τῶν Μουσῶν, Πλούτ. 2. 744Α, Λουκ. π. Ὀρχ. 7.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui cultive les muses avec soin, càd plein de grâce, de science, d’un art exquis.
Étymologie: πολύς, μοῦσα.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. προικισμένος με τα δώρα τών Μουσών
2. αυτός που έχει πολλές ικανότητες στις τέχνες, που έχει πολύπλευρο καλλιτεχνικό ταλέντο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -μουσος (< μοῦσα), πρβλ. φιλό-μουσος].

Greek Monotonic

πολύμουσος: -ον (μοῦσα), πλούσιος σε δώρα από τις Μούσες, σε Λουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύμουσος -ον [πολύς, μοῦσα] vol Muzen:. πολύμουσον ἀγαθόν een muzikaal goed Luc. 45.7.