ταλέντο

From LSJ

μέγα γὰρ τὸ τῆς θαλάσσης κράτοςgreat is the power of the country that controls the sea, control of the sea is a great thing, the dominion of the sea is a great matter, the rule of the sea is a great matter, the rule of the sea is indeed a great matter, control of the sea is a paramount advantage

Source

Greek Monolingual

το, Ν
1. φυσικό χάρισμα, εξαιρετική ικανότητα, τάλαντο
2. (κατ' επέκτ.) άτομο προικισμένο με εξαιρετική ικανότητα σε κάτι («αυτό το παιδί είναι ταλέντο στη μουσική»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < ιταλ. talento < λατ. talentum < τάλαντον].