διάλλομαι
English (LSJ)
A leap across, τάφρον X.Eq.8.8, Plu.Rom.10.
German (Pape)
[Seite 587] durch- hinüberspringen; τάφρον, Xen. de re equ. 8, 8; Plut. Rom. 10.
Greek (Liddell-Scott)
διάλλομαι: ἀποθ., πηδῶ εἰς τὸ ἀπέναντι μέρος, τάφρον Ξεν. Ἱππ. 8, 8, Πλούτ. Ρωμ. 10.
French (Bailly abrégé)
franchir d’un bond.
Étymologie: διά, ἅλλομαι.
Spanish (DGE)
• Morfología: [aor. inf. διαλέσθαι Poll.1.196]
I tr. saltar, franquear de un salto τάφρον X.Eq.8.8, Plu.Rom.10, ῥῆγμα Str.12.2.4, χαράδραν Poll.l.c., ἐμπόδια Gr.Nyss.Hom.in Cant.80.13.
II intr.
1 saltar, dar saltos ἐπὶ τοὺς βουνούς LXX Ca.2.8, cf. Poll.5.67.
2 escaparse, evadirse τοὺς διηλμένους ἐκ τῆς φυλακῆς UPZ 64.4 (II a.C.).
Greek Monotonic
διάλλομαι: αόρ. αʹ -ηλάμην, αποθ., πηδώ δια μέσου, τάφρον, σε Ξεν.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δι-άλλομαι overheen springen.