διακοντίζομαι

Revision as of 11:12, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

Att. fut. -ιοῦμαι,

   A contend with others at throwing the javelin, X.Cyr.1.4.4; τινί Thphr.Char.27.13; simply, hurl darts, J.BJ4.3.12, 5.7.3.

French (Bailly abrégé)

1 s’exercer à la lutte au javelot;
2 combattre avec le javelot.
Étymologie: διά, ἀκοντίζω.

Greek Monotonic

διᾰκοντίζομαι: Μέσ., διαγωνίζομαι με άλλους στη ρίψη ακοντίου, διαγωνίζομαι στον ακοντισμό, σε Ξεν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διακοντίζομαι [διά, ἀκοντίζω] wedijveren in speerwerpen.