ὁμόριος

Revision as of 11:16, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

Ion. ὁμούριος, ον,

   A = ὅμορος, Call. Fr.185, A.R.2.379, D.P.649, etc. ; for Plb.2.39.6, v. Ὁμάριος.

German (Pape)

[Seite 339] = Folgdm. Bei Pol. 2, 39, 6 Beiname des Zeus.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόριος: Ἰων. ὁμούριος, ον, = τῷ ὅμορος, Καλλ. Ἀποσπ. 185, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 379, κτλ.· ἐπίθετον τοῦ Διός, Πολύβ. 2. 39, 6.

Greek Monolingual

ὁμόριος και ιων. τ. ὁμούριος, -ον (Α) όμορος
1. όμορος, γείτονας
2. προσωνυμία του Διόςὁμόριος Ζεύς»).

Russian (Dvoretsky)

ὁμόριος: (по)граничный, т. е. охраняющий рубежи (эпитет Зевса) Polyb.