ἄνωρος

Revision as of 11:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

English (LSJ)

ον,

   A v.l. for ἄωρος, ἄ. ἀποθανών Id.2.79, cf. Leg.Gort.7.29.

German (Pape)

[Seite 268] = ἄωρος, unzeitig, zu früh, Her. 2, 79.

Greek (Liddell-Scott)

ἄνωρος: -ον, = ἄωρος, ἄνωρος ἀποθανὼν Ἡρόδ. 2. 79.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui est ou se fait avant l’âge.
Étymologie: ἀ, ὥρα.

Spanish (DGE)

-ον

• Alolema(s): cret. ἄνορος ICr.4.72.7.29 (Gortina V a.C.); adv. tes. ἀνόρος IG 9(2).255.2 (Fársalo)
I 1menor de edad, ICr.l.c., ZPE 12.174.1 (Egipto V a.C.), SEG 27.444 (Olbia IV d.C.).
2 ἄνωρον· ὀξύν Hsch.
II adv. ἀνόρος antes de tiempo ἀ. ὄλετο IG l.c.

Greek Monolingual

ἄνωρος, -ον (Α) ώρα
βλ. άωρος
ἄνωρος ἀποθανών» — πριν της ώρας του, Ηρόδ.).

Greek Monotonic

ἄνωρος: -ον, = ἄωρος, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἄνωρος: преждевременный: ἀποθανὼν ἄ. Her. безвременно умерший.