ποικιλόχροος

Revision as of 11:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3b)

English (LSJ)

ον, = sq., Lyd.Ost.10b, Aët.15.13.

German (Pape)

[Seite 650] zsgzgn -χρους, buntfarbig, von buntem Leibe, von bunter Haut, acc. ποικιλόχροα Arist. bei Ath. VII, 319 c.

Greek (Liddell-Scott)

ποικῐλόχροος: -ον, ὁ ἔχων ποικίλον, χρῶμα, Ἀριστ. Ἀποσπ. 279· ― μεταγεν., -χρωμος, ον, Οἰκουμέν.· -χρως, ωτος, ὁ, ἡ, Ideler Phys. 2. 200, κλπ.

Russian (Dvoretsky)

ποικῐλόχροος: стяж. ποικῐλόχρους 2 разноцветный Arst.