ποτέομαι

Revision as of 11:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

Ep. for ποτάομαι.

German (Pape)

[Seite 689] ep. statt ποτάομαι, fliegen; τρίζουσαι ποτέονται, Od. 24, 7; Hes. Th. 691.

Greek (Liddell-Scott)

ποτέομαι: Ἐπικ. ἀντὶ ποτάομαι.

French (Bailly abrégé)

ion. c. ποτάομαι.

English (Autenrieth)

see ποτάομαι.

Greek Monolingual

Α
(επικ. τ.) βλ. ποτῶμαι.

Greek Monotonic

ποτέομαι: Επικ. αντί ποτάομαι.

Russian (Dvoretsky)

ποτέομαι: эп. = ποτάομαι.