ποτέομαι
From LSJ
αἱ δὲ χολωσάμεναι πηρὸν θέσαν → but they in their wrath maimed him, but they in their wrath made him helpless, but they in their wrath made him blind
English (LSJ)
Ep. for ποτάομαι.
German (Pape)
[Seite 689] ep. statt ποτάομαι, fliegen; τρίζουσαι ποτέονται, Od. 24, 7; Hes. Th. 691.
French (Bailly abrégé)
ion. c. ποτάομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποτέομαι Ion. voor ποτάομαι.
Russian (Dvoretsky)
ποτέομαι: эп. = ποτάομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ποτέομαι: Ἐπικ. ἀντὶ ποτάομαι.
English (Autenrieth)
see ποτάομαι.
Greek Monolingual
Α
(επικ. τ.) βλ. ποτῶμαι.
Greek Monotonic
ποτέομαι: Επικ. αντί ποτάομαι.