αντιπαραβολή

Revision as of 11:32, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

Greek Monolingual

η (ΑΜ ἀντιπαραβολή)
αντιπαράθεση, σύγκριση.

Russian (Dvoretsky)

αντιπαραβολή: ἡ взаимное сопоставление, сравнение Arst., Plut.