δωδεκέτης

Revision as of 11:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (2)

English (LSJ)

ου, or δωδεκ-ετής, οῦ, ὁ,

   A twelve years old, Call.Epigr.21 (δωδεκένη Meineke), Plu.Aem.35:—in form δωδεχέτης, IG4.51 (Aegina), Annuario 4/5.467 (Halic., iv B.C.):—fem. δωδεκ-έτις, ιδος, AP11.70 (Leon.).

German (Pape)

[Seite 694] ὁ, zwölfjährig; Plut. Aemil. 35; Callim. 58 (VII, 453); Strat. 4 (XII, 4) auch δωδεκέτους im gen.

Greek (Liddell-Scott)

δωδεκέτης: ἢ -ετής, ὁ, δώδεκα ἐτῶν τὴν ἡλικίαν, Καλλ. Ἐπ. 20, Πλούτ. Αἰμιλ. 35· - θηλ. -έτις, ιδος, Ἀνθ. Π. 11. 70· ἴδε δεκαετής.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
âgé de douze ans.
Étymologie: δώδεκα, ἔτος.

Spanish (DGE)

-ες

• Alolema(s): δωδεχ- IG 4.51 (Egina II/I a.C.), IUrb.Rom.1700.13 (II d.C.), INikaia 1591.3 (III/IV d.C.); δυωδεχ- IG 10(2).1.368 (II d.C.)
1 de doce años de edad Θεόδωρος CEG 709.5 (Halicarnaso IV a.C.), Βρεισηΐς IG 12(8).446 (Tasos I a.C.), cf. INikaia l.c., παῖς Call.Epigr.19, IG 4.51 (Egina II/I a.C.), IG 10(2).1.368 (Tesalónica II d.C.)
en uso pred. a los doce años de edad δ. Μοιρῶν οἶμον ἀμειβόμενος IUrb.Rom.1337 (I/II d.C.), δ. ἔθανον IG 10(2).1.565 (III d.C.), cf. Plu.Aem.35, δ. ... ὑπὸ χθόνα ... κεῖμαι IKyzikos 538.3 (II d.C.), en cont. no funerar. δ. ἦλθον Ῥώμην IUrb.Rom.1165.6 (II d.C.), δωδεχέτην ἔλαβον la tomé por esposa cuando tenía doce años, IUrb.Rom.l.c., cf. δωδεκαετής.
2 adv. -ῶς durante doce años ὁ Ἡρακλῆς τῷ Εὐρυσθεῖ δ. λατρεύων Tz.H.5.111.

Greek Monolingual

δωδεκέτης και δωδεκετής και δωδεχέτης, ο (θηλ. δωδεκέτις, η) (Α)
ο δωδεκαετής.

Greek Monotonic

δωδεκέτης: ή -ετής, ὁ, δωδεκάχρονος, σε Πλούτ.· θηλ. -έτις, -ίδος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

δωδεκέτης: тж. Anth. δωδεκέτους 2 двенадцатилетний Plut., Anth.