ζῠγείς: μετοχ. ἀορ. β΄ παθ. τοῦ ζεύγνυμι.
εῖσα, έν;part. ao.2 Pass. de ζεύγνυμι.
ζῠγείς: μτχ. Παθ. αορ. βʹ του ζεύγνυμι.
ζυγείς ptc. aor. pass. van ζεύγνυμι.