ζυγείς
From LSJ
ποντίων τε κυμάτων άνήριθμον γέλασμα, παμμῆτόρ τε γῆ (Aeschylus' Prometheus Bound l. 90) → O infinite laughter of the waves of ocean, O universal mother Earth
French (Bailly abrégé)
εῖσα, έν;
part. ao.2 Pass. de ζεύγνυμι.
Russian (Dvoretsky)
ζῠγείς: part. aor. 2 pass. к ζεύγνυμι.
Greek (Liddell-Scott)
ζῠγείς: μετοχ. ἀορ. β΄ παθ. τοῦ ζεύγνυμι.
Greek Monotonic
ζῠγείς: μτχ. Παθ. αορ. βʹ του ζεύγνυμι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ζυγείς ptc. aor. pass. van ζεύγνυμι.