κλᾶμμα
English (LSJ)
ατος, τό, Aeol. for κλῆμα, Alc.Oxy.1788 Fr.15 ii 19.
Greek Monolingual
κλᾱμμα, τὸ (Α)
(αιολ. τ.) βλ. κλήμα.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κλᾶμμα -τος, τό Aeol. voor κλῆμμα.
ατος, τό, Aeol. for κλῆμα, Alc.Oxy.1788 Fr.15 ii 19.
κλᾱμμα, τὸ (Α)
(αιολ. τ.) βλ. κλήμα.
κλᾶμμα -τος, τό Aeol. voor κλῆμμα.