δουλόφρων
German (Pape)
[Seite 662] ονος, = δουλογνώμων, Eustath.
Greek (Liddell-Scott)
δουλόφρων: -ον, δουλικὸν φρόνημα ἔχων, Εὐστ. Πονημ. 310. 35· πρβλ. οὐλόφρων.
Russian (Dvoretsky)
δουλόφρων: 2, gen. ονος с рабским образом мышления (Aesch. - v. l. οὐλόφρων).