νεωτεροποιΐα
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
action de faire une révolution.
Étymologie: νεωτεροποιός.
Russian (Dvoretsky)
νεωτεροποιΐα: ἡ страсть к нововведениям, реформаторство (τῶν Ἀθηναίων Thuc.).
ας (ἡ) :
action de faire une révolution.
Étymologie: νεωτεροποιός.
νεωτεροποιΐα: ἡ страсть к нововведениям, реформаторство (τῶν Ἀθηναίων Thuc.).