νεωτεροποιός
English (LSJ)
νεωτεροποιόν, innovating, revolutionary, Th.1.70, Arist.Pol.1266b14; φύσει Ἕλληνες ν. Iamb.Myst.7.5; τὸ ν. τινός Ael.VH12.16.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
novateur, particul. qui fait une révolution.
Étymologie: νεώτερος, ποιέω.
German (Pape)
Neuerungen machend, aufrührerisch, Thuc. 1.70.
Russian (Dvoretsky)
νεωτεροποιός: склонный к новшествам, стремящийся к переворотам Thuc., Arst.
Greek (Liddell-Scott)
νεωτεροποιός: -όν, νεωτερίζων, στασιαστικός, Θουκ. 1. 70, Ἀριστ. Πολ. 2. 7, 5. ΙΙ. ἐν τῇ Ρητορ., τὸ νεωτεροποιόν, νεωτερισμὸς ἐν τῇ γλώσσῃ.
Greek Monolingual
νεωτεροποιός, -όν (Α)
1. αυτός που νεωτερίζει, που διενεργεί επαναστατικές κινήσεις, στασιαστικος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ νεωτεροποιόν
(στη ρητορική) νεωτερισμός στη γλώσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεώτερος + -ποιός].
Greek Monotonic
νεωτεροποιός: -όν (ποιέω), καινοτόμος, επαναστατικός, σε Θουκ., Αριστ.
Middle Liddell
νεωτερο-ποιός, όν ποιέω
innovating, revolutionary, Thuc. Arist.
English (Woodhouse)
Translations
innovator
Azerbaijani: yenilikçi, yeniçi; Catalan: innovador; Czech: inovátor; Finnish: innovaattori; French: innovateur; Greek: νεωτεριστής; Ancient Greek: καινιστής, νεωτεροποιός, νεωτεριστής; Galician: innovador; Italian: innovatore; Latin: novator; Russian: новатор; Slovak: inovátor, priekopník, priekopníčka; Spanish: innovador; Swedish: innovatör