πορευτέος

Revision as of 12:24, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

α, ον,

   A to be traversed, ὁδός S.Ph.993; ὄρη X.An.2.5.18.    II neut. πορευτέον, one must go, S.Aj.690, E.Heracl.730, Pl.R.452c.

Greek (Liddell-Scott)

πορευτέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν δεῖ πορεύεσθαι, ὁδὸς Σοφ. Φιλ. 993· ὄρη Ξεν. Ἀν. 2. 5, 18. ΙΙ. οὐδ. πορευτέον, δεῖ πορεύεσθαι, Σοφ. Αἴ. 693, Εὐρ. Ἡρακλ. 730, Πλάτ. Πολ. 452C.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. de πορεύω.

Greek Monotonic

πορευτέος: -α, -ον, ρημ. επίθ.,
I. αυτός που μπορεί να διαπεραστεί, σε Σοφ., Ξεν.
II. πορευτέον, αυτό που πρέπει κάποιος να διαβεί, σε Σοφ., Ευρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πορευτέος -α -ον, adj. verb. van πορεύω, die begaan moet worden:; ἡ δ ’ ὁδὸς πορευτέα de reis moet ondernomen worden Soph. Ph. 993; n. πορευτέον er moet gegaan worden.