συνεθιστέον

Revision as of 12:28, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

   A one must accustom oneself, c. inf., Pl.R.520c.    II one must accustom, πρὸς ταῦτα σ. αὑτούς, folld. by infs., Plu.2.522d.

Greek (Liddell-Scott)

συνεθιστέον: ῥηματ. ἐπίθετ., πρέπει τις νὰ συνηθίσῃ ἑαυτόν, Πλάτ. Πολ. 520C. II. πρέπει τις νὰ συνηθίσῃ, τινὰ πρός τι Πλούτ. 2. 522D· τινὰ ποιεῖν τι αὐτόθι 11C.

Greek Monotonic

συνεθιστέον: ρημ. επίθ. του συνεθίζω, αυτό που πρέπει κάποιος να συνηθίσει, σε Πλάτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνεθιστέον [συνεθίζω] adj. verb. n. ( sc. ἐστίν ) men moet zich eraan wennen, met inf. om te.