διαπορθέω

Revision as of 12:36, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (nl)

English (LSJ)

   A = διαπέρθω, Il.2.691, Th.6.102, D.H.8.50, etc.:—Pass., to be utterly ruined, A.Pers.714, S.Aj.896 (lyr.), E.Hel.111, Paus.7.17.1, D.C.47.45.

Greek (Liddell-Scott)

διαπορθέω: διαπέρθω, Ἰλ. Β. 691, Θουκ. 6. 102, κτλ. - Παθ., ἐντελῶς καταστρέφομαι, Αἰσχύλ. Πέρσ. 714, Σοφ. Αἴ. 869, Εὐρ. Ἑλ. 111, καὶ παρὰ μεταγ. πεζοῖς.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
ruiner de fond en comble, saccager, détruire.
Étymologie: διά, πορθέω.

English (Autenrieth)

= διαπέρθω, Il. 2.691†.

Spanish (DGE)

destruir, saquear Λυρνησσόν Il.2.691, προτείχισμα Th.6.102, τὴν χώραν Th.8.24, Philostr.VA 6.5, cf. Plu.Per.34, τὴν πόλιν Plu.Cam.6, cf. D.H.8.16, 50, Lib.Or.6.12, τὴν κώμην PMasp.2.2.17 (VI d.C.), τὴν Ῥώμην Plu.Num.12, τὸ στρατόπεδον Plu.Lys.11, τὰ ἀλλήλων ref. a tierras, Philostr.VA 6.11, en v. pas. πρὶν τὰ ταφρεύματα διαπορθηθῆναι D.C.47.45.5, Ἑλλὰς ... διαπορθηθεῖσα ... ὑπὸ τοῦ δαίμονος Paus.7.17.1
en perf. estar destruido, arruinado διαπεπόρθηται τὰ Περσῶν πράγμαθ' A.Pers.714, διαπεπόρθημαι, φίλοι S.Ai.896, διαπεπόρθηται πόλις E.Hel.111.

Greek Monotonic

διαπορθέω: μέλ. -ήσω, = διαπέρθω, σε Ομήρ. Ιλ., Θουκ. — Παθ., καταστρέφομαι εντελώς, αφανίζομαι, σε Τραγ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-πορθέω geheel verwoesten:. διαπεπόρθηται τὰ Περσῶν πράγματα de macht der Perzen ligt in puin Aeschl. Pers. 714.