φλυαρολογία

Revision as of 12:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4b)

English (LSJ)

ἡ,

   A = φλυαρία, Pl.Ax.369d.

German (Pape)

[Seite 1293] ἡ, = φλυαρία, Plat. Ax. 369 d.

Greek (Liddell-Scott)

φλυᾱρολογία: ἡ, = φλυαρία, Πλάτ. Ἀξ. 369D, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 1109.

Greek Monolingual

ἡ, Α
φλυαρία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλύαρος + -λογία].

Russian (Dvoretsky)

φλυᾱρολογία: ἡ пустая болтовня Plat.